ὄχανον — holder of a shield neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχάνοιο — ὄχανον holder of a shield neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχάνοις — ὄχανον holder of a shield neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχάνου — ὄχανον holder of a shield neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχάνων — ὄχανον holder of a shield neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχάνῳ — ὄχανον holder of a shield neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχανα — ὄχανον holder of a shield neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
οχάνη — ὀχάνη, ἡ (Α) όχανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω (Ι)* + κατάλ. άνη (πρβλ. χοάνη)] … Dictionary of Greek